Παραμύθια από τη Στάνη

23/07/2010

 

Από πατέρα σε πάππου κρατούσε το σόϊ πόστα στα βοσκοτόπια. Ο παππούς – γενάρχης εμβληματικός πέρασε 50 χρόνια σε διάφορα μαντριά, έγινε και αρχιτσέλιγκας μεγάλος και τρανός. Τα ίδια και ο πατέρας του, αν και  τα τσούγκρισε με τον παππού, έφυγε να βρει αλλού τη τύχη του, μα ξαναγύρισε έκανε τη δική του στάνη με άλλο αέρα και έγινε κι αυτός η πρώτη γκλίτσα στο χωριό.

Το μικρό βοσκόπουλο μεγάλωσε στις στάνες και στα βοσκοτόπια ανάμεσα σε πρόβατα και ερίφια. Ο πατέρας του σαλαγούσε τα πρόβατα με μεγάλη μαεστρία… Άλλοι λέγανε, να δεις που θα μάθει κι ο μικρός κι άλλοι πως δεν τόχε το παιδί. Μα, Γιωργάκη τον ανέβαζαν, Γιωργάκη τον κατέβαζαν. Έγινε παλικάρι, πήρε και δικό του κοπάδι, αλλά το Γιωργάκης, Γιωργάκης! Καλό παιδί, αγαπητό, με το μουστακάκι του, ταξιδιάρικο με φίλους σε όλο το ντουνιά.

Η στάνη άλλαξε χέρια, την πήραν κάτι συγγενείς, φύγανε αυτοί ήρθαν άλλοι, ο Γιωργάκης είχε μεγαλώσει είχε πάρει το πάνω του, είχε πια γίνει κοτζαμάν Γιώργος. Εσύ είσαι ο δικός μας βοσκός του λέγανε οι μπιστικοί του, εσύ θα γίνεις αρχιτσέλιγγας του λέγανε, κι αγαλλίαζε κι η μάνα του που τον είχε καμάρι της.

Στη στάνη – και με τους πριν και με τους τωρινούς – καλά λέγανε ότι πάνε, λάδωσε τα αντεράκι ολονών, κάτι πονηρά βοσκόπουλα, μπορεί να βγάλανε και το κατιτίς τους παραπάνω, αλλά τα πρόβατα τι να πουν; Όσο βοσκάγανε με ρόκα, αντί για τριφύλι (με έξτρα μπαλσάμικο), μάθανε και στα Dolce Cabanna (εξελιγμένο είδος!) να μην πατάνε στις λάσπες που πατούσαν οι παππούδες τους, τσιμουδιά δε βγάζανε. Κάτι πρόβατα που βέλαζαν ήταν , ως συνήθως… μαύρα!

Και ξαφνικά το αφεντικό βγήκε στο κλαρί (της τηλεόρασης) έστειλε σε όλους το χαμπέρι ότι η στάνη πάει για φούντο. Τα άκουσε αυτό ο Γιώργος, έσκασε ένα ζεστό χαμόγελο (τόχε το σόϊ) και είπε: «Λεφτά υπάρχουν»! Τον πήρανε τα πρόβατα στους ώμους (καλοθρεμμένα πρόβατα) τονε γύρισαν βελάζοντας να πούνε ότι αυτός είναι ο αρχηγός τους και τον καθίσανε στη καρέκλα του πρώην αφεντικού που τον έστειλαν αδιάβαστο με μπόλικα ράμματα για τη γούνα του.(Για να μη ξεχνιόμαστε).

Ανοίξανε τα σεντούκια και μόνο χρέη βρήκανε. Άφαντα τα λεφτά που τους είπε. Μουδιάσανε λίγο τα πρόβατα, αλλά ήταν ακόμα στις χαρές τους. «Έλα μωρέ, θα τα είδανε βαριά τα σεντούκια και θα νομίζανε πως είχε λίρες μέσα… Τι να σου κάνει και ο Γιώργος, τη διαλύσανε τη στάνη οι προηγούμενοι. Πάει καλά…»

Κι εκείνος αγέρωχος, όπως τον εθέλανε! «Θα το φτιάξουμε το μαντρί να λειτουργεί ρολόι», είπε. «Θα δείτε τις 100 πρώτες ημέρες» (τέρμινα εννοούσε; μήπως είπε τέρμινα;). Περάσανε οι πρώτες 100, περάσανε κι οι 150, ζώσανε το μαντρί τα φίδια. Όλων των λογιών.  Φίδια με τη μούρη του γδάρτη και του αμανατιτζή έχεις δει; Ε τέτοια και χειρότερα φαντάσου!

Στον κάμπο αρχίσανε τα στενέματα, κάτι δυσκολίες με τη ρόκα και την παρμεζάνα, θα σας γελάσω… Τα πρόβατα άρχισαν να βελάζουν αναμεταξύ τους. «Δεν μας τα λεει καλά τα αφεντικό…», αλλά είχε ακόμα δρόμο το παραμύθι…

Ήρθαν καλοθελητές, του βάλανε λόγια: «Ζήτα βοήθεια, από τα άλλα μαντριά, πήγαινε στο συνεταιρισμό. Τόσα λεφτά πήραν οι προκάτοχοί σου, ακόμα κι ο πατέρας σου». (Όχι δεν του θύμισαν ότι αυτά τα λεφτά τα πήραν τα ξύπνια βοσκόπουλα που λέγαμε). Εκείνος ντούρος όπως τόχε και το παράστημα απάντησε: «Θα τα καταφέρουμε μόνοι μας», κι εκεί τα πρόβατα τα είδανε όλα… στις εφημερίδες στην τηλεόραση, στα sites! (προχωρημένα  πρόβατα είπαμε) και πετάξανε καντήλες. Είχαν ξεμάθει και στα κουδούνια που τους τα κρέμασαν ξανά οι απανταχού καλοθελητές τελάληδες και πολύ το ντράπηκαν. «Άκου να μας λένε όλα τα πρόβατα κλέφτες και τεμπέληδες; Εμείς κρατάγαμε τα τεφτέρια;»

Τα μαντάτα ερχόντουσαν κατακέφαλα… Πάει η στάνη την εχάνουμε, θα φύγουνε τα αρσενικά για άλλα βοσκοτόπια, θα μας σφάξουν στο γόνατο κι άλλα τέτοια, αλλά και πάλι οι τσελιγκάδες τίποτε δεν κάνανε μόνοι τους.

Κάτσε βρε χρυσόστομε

Δε λέμ ότα τα φόρτωσες στον κόκορα όπως ο άλλος, με το μάτι μαύρο δε λέμε πασχίζεις, τρέχεις, αλλά πες μας  να τον πιούμε όλοι μαζί, αλλά για πόσο; μέχρι που ούτε μόνοι τους κάνανε Τσέλιγκας είναι αυτός ή κι αυτοί που κάνανε τα τεφτέρια σε πια ραχούλα κρύφτηκαν

Τα πρόβατα άρχισαν να αλαλιάζουν,

Όπως είχε πει κι ο ίδιος ο αρχιτσέλιγκας σε μια στιγμή που έβλεπε τα σφάγια θα μας πάρουν Τον επήραν με τις πέτρες (πρόβατα, τόπαμε, δεν τόπαμε;)

Ηθικόν δίδαγμα: Το επικοινωνιακό κεφάλαιο, είναι αγαθό εν ανεπαρκεία. Τα πρόβατα κάποτε γίνονται λύκοι χωρίς ενδιάμεσο στάδιο.